σφηρός

σφηρός
Α
(κατά τον Ησύχ.) «τὸ τοῡ ἱματίου σημεῑον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιθ. αντί σφρηγίς / σφραγίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σφήρος — ὁ, Α βλ. σφαῑρος …   Dictionary of Greek

  • σφαίρος — I Μυθολογικό πρόσωπο, ηνίοχος του Πέλοπα. Μετά τοn θάνατό του τον θάψανε στο μικρό νησί που βρίσκεται κοντά στην Τροιζηνία και ονομάζεται γι’ αυτό Σφαιρία. Η κόρη του Πιθέα, βασιλιά της Τροιζήνας, έπειτα από όνειρο, έκανε στον τάφο του σπονδές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”